ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ κατά ΒΕΛΙΣΑΡΟΠΟΥΛΟ (Απάντηση στον ΣΤΆΙΝΕΡ)
“δεν αρκεί να φέρουμε την εικόνα με την οποία μας έντυσε η φύσις; Ζητάς να μου κάνουν και εικόνα της εικόνας;”
Στην αρχαία Ελλάδα, όπως σωστά παρατηρεί ο Τσέλερ έχουμε δύο παράλληλα φιλοσοφικά ρεύματα. Το ένα, που ξεκινά από τους προ – σωκρατικούς φιλοσόφους και που με τους ατομικιστάς Λεύκιπο – Δημόκριτο περιλαμβάνει και τον Αριστοτέλη, έχει σαφέστερο νοησιαρχικό χαρακτήρα. Το άλλο έχει την ρίζα του στον Ορφισμό, στον Πυθαγορισμό και είναι εντονότερα ενορατικό, καίτοι ποτέ δεν εγκαταλείπει τον λογισμό. Στην περίπτωση, λοιπόν, των φιλοσόφων της δευτέρας αυτής κατηγορίας, δηλ. του Εμπεδοκλή, του Πλάτωνος, των Στωικών, του Επικούρου, του Φίλωνος και του Πλωτίνου, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μία σχετική σύγχυση ορίων μεταξύ θρησκείας και φιλοσοφίας. Εκείνο όμως που είναι μερική εξαίρεση στην Ελλάδα, είναι κανόνας στην Ινδία.
Είναι φανερό ότι σε ένα πνευματικό κλίμα σαν το ινδικό, όπου το “εγώ” σαν το ποτάμι στον ωκεανό, συγχωνεύεται τελείως με το απόλυτο, δεν ήταν δυνατόν η ανθρωπινή προσωπικότητα να έχει την σημασία που είχε στην αρχαία Ελλάδα.
Στην αρχαία χώρα μας για πρώτη φορά το “εγώ” του ανθρώπου, απέκτησε σημασία σαν προσωπικότητα μοναδική και ανεπανάληπτη στην ιστορία του σύμπαντος, με τη φυσική συνέπεια την καθιέρωση κάποιας ιερότητος της και την αναγνώριση της ανάγκης του σεβασμού της.
Το επίτευγμα αυτό πρέπει να αποδοθή σε πολλούς, κυρίως όμως στην διδασκαλία του Σωκράτη. Αποτελεί την δεύτερη τεραστία υπηρεσία που προσέφερε η αρχαία Ελλάς στην φιλοσοφία στην φιλοσοφία και στον άνθρωπο έν γένει, μετά την καθιέρωση από τους προ – σωκρατικούς της αρχής του σεβασμού των φαινομένων και της ανάγκης συστηματικής μελέτης του.
35 Ο σεβασμός αυτός προς τα φαινόμενα θεμελίωσε την Επιστήμη, η δε κεντρική θέση που έδωσαν οι Έλληνες στο άτομο δημιούργησε τον σύγχρονο άνθρωπο, του έδωσε την ελευθερία και επέτρεψε την δημιουργία κοινωνιών που σκέπτονται ελεύθερα. Η εξέλιξη διήρκεσε χιλιετίες, απέχει , φευ' , πολύ από την ολοκλήρωση της , γεγονός όμως είναι ότι η αφετηρία της βρίσκεται στην αναγνώριση της αξίας του ατόμου από τους αρχαίους Έλληνες....
(...) Όλος ο χαρακτήρας της ελληνικής φιλοσοφίας, συγκριτικά προς την ινδική, βασίζεται στίς δυο αυτές διαπιστώσεις: θετική τοποθέτηση τόσον έναντι του κόσμου των φαινομένων, όσον και έναντι της ανθρώπινης εμπειρικής προσωπικότητος, που οι Ινδοί απέρριπταν, ακριβώς διότι θεωρούσαν ότι ανήκε στον κόσμο των φαινομένων, δηλ. των ψευδαισθήσεων. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι κατά το τέλος της αρχαιότητος η ελληνική σκέψη χάνει πολλή από την πίστη της στον εξωτερικό κόσμο και δεν είναι πλέον τόσο καταφατική. Τόσο ο νέο – πλατωνισμός όσο και ο γνωστικισμός ανεζήτησαν, όπως οι Ινδοί, τον τρόπο λυτρώσεως του ανθρώπου από τα δεσμά της σχετικής υπάρξεως, και αρνούντο απόλυτη αξία στην εμπειρική προσωπικότητα. Έτσι λοιπόν ο Πλωτίνος στον μαθητή του Αμέλιο, που τον παρακαλούσε να δεχθή να τον απεικονίση έλεγε: “δεν αρκεί να φέρουμε την εικόνα με την οποία μας έντυσε η φύσις; Ζητάς να δεχθώ να μου κάνουν και εικόνα της εικόνας και να την αφήσω πίσω μου, ωσάν να ήταν αυτή κάτι αξιοθέατο;”
36 (...)
39 (...) Στην Ελλάδα,(...) με την βοήθεια και του ηπίου ελληνικού κλήματος, που τέρπει τον άνθρωπο τόσο εύκολα προς την αισιοδοξία, (...) Όχι μόνο δεν περιφρονήθηκε ο εξωτερικός κόσμος,αλλ' αντίθετα, του δόθηκε μεγαλύτερη αξία γιατί αφαιρέθηκαν από τους υποθετικούς θεούς οι εξουσίες επί των φαινομένων της φύσεως, που αποδόθηκαν στην ίδια την φύση 40 και στους νόμους της. Έτσι έγινε δυνατό να αναπτυχθή σιγά σιγά, ανεξάρτητα από την θρησκεία, η ανθρώπινη σκέψη. Με τους προ – σωκρατικούς χειραφετήθηκε από την ανάγκη επικλήσεως των θεών για την εξήγηση των φυσικών φαινομένων, με τον Σωκράτη δε, καθιερώθηκε η αυθύπαρκτη αξία της ανθρώπινης προσωπικότητος
(...) Η τοποθέτηση αυτή των προγόνων μας, η χειραφέτηση τους από την επιρροή του ιερατείου, που δεν ήταν, αντίθετα προς ότι συνέβαινε στην Ανατολή, ποτέ υπερβολική, επέτρεψε να αναπτυχθή ελεύθερα και αδέσμευτα στην Ελλάδα μια απέραντη περιέργεια που η ικανοποίηση της έγινε σχεδόν αυτοσκοπός.
42 (...) Η “ βασική (...) πεποίθηση (όμως) του Ινδού (είναι) ότι η πραγματικότης δεν είναι λογική. Τούτο, όχι με την έννοια ότι δεν επικρατεί τάξη ή αρμονία, ή κάποιος αιτιολογικός ρυθμός, αλλά ότι ακόμη και οι νόμοι της αιτιότητος, όπως και η διάκριση του καλού και του κακού, έχουν τις ρίζες τους στη συνήθεια μας αν θεωρούμε τα πράγματα μέσα στον χώρο και στον χρόνο, να τα κατακερματίζουμε, με την συνέπεια να βλέπουμε μόνον τις αντινομίες και να μας διαφεύγουν έτσι τα συνεκτικά στοιχεία και η συνολική εικόνα που καταργεί τις αντιθέσεις.