Και τι νομίζεις είναι ο Θεός;


-->

πουλάκι ξένο , ήρθε εδώ
να βρει χαρά, να βρει νερό!
Σε άλλο τόπο βύζαξε τα πρώτα,
τα είδωλα τα φώτα!
Την ομορφιά κυνήγησε
ποιο όνειρο το οδήγησε
από άλλο τόπο μακρινό
πουλάκι ξένο ήρθε εδώ
εδώ, για να χει αντάμα,
το γέλιο του στο κλάμα
Ένα γραφείο νοσοκομείου. Τέσσερις Νοσοκόμες. Η Βιβή είναι μπροστά
 σ έναν υπολογιστή η Γιάννα σκυμμένη σε ένα κομό από αυτά που
μεταφέρουν τα φάρμακα Βαστώντας ένα σημειωματάριο σημειώνει τα
τις ετικέτες, ετοιμάζεται για την προκαθορισμένη επίσκεψη των ασθενών
 . Η Κούλα απέναντι της αναπαυτικά καθισμένη , λιμάρει τα νύχια της
με σπουδή.
Βιβή (Καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή μιλά μόνη της) –Με
τρελαίνει με (ε)ξιτάρει! Αχ Θα το πάρω
Μαγείρισσα (Έρχεται ακουμπώντας στην πόρτα φαίνεται να μην
 τολμά να περάσει το κατώφλι ) –Θα φάει ο καινούργιος;
Γιάννα (κοιτώντας το σημειωματάριο)–Όχι, όχι! Μα μόλις ήρθε!
Μαγείρισσα–Ε! Και θα τον αφήσουμε νηστικό;;
Κούλα (χωρείς να κοιτάξει) –Λες για αυτόν με τις μπούκλες;;
Μαγείρισσα –Δεν με βοηθάτε!
Βιβή –Αν δεν το πάρω θα τρελαθώ!
Γιάννα:-Κανόνισε το, Σοφία μου, ξέρεις εσύ. Τη ρωτάς τώρα;
Κούλα(κοιτώντας ειρωνικά με την άκρη του ματιού) –Ακόμα να
πεθάνει!
 (Οι υπόλοιπες την κοιτούν ενοχλημένες) –sorry!                                                  
Μαγείρισσα:(φεύγοντας) –Ρωτάω, γιατί κάποιος του πήγε ένα γιαούρτι, εγώ,
να  ξέρετε, δεν κάνω του κεφαλιού μου!(στην Κούλα) -Σα δεν ντρέπεσαι!
Κούλα(Σαν να θέλει να διόρθωση το σφάλμα της) –Μη με κοιτάς εμένα έτσι! Σε είδα να τον γλυκό κοιτάς Μήπως του το πήγες εσύ, και το ξέχασες; ! (κατ ιδίαν)
Για τρέχα να τους αλλάζεις, να τους στρώνεις, να τους σηκώνεις, να τους πηγαίνεις στις τουαλέτες, κι άλλοι να σε χουφτώνουν και να σε βρίζουν από πάνω! (Στις νοσοκόμες) Δεν ξέρω τι λέει! Εγώ πάντως στην κουζίνα δεν πάτησα!                                                        
Μαγείρισσα(που επανεμφανίζετε στην πόρτα) –Ένια σου κοπέλα μου καιβλέπει ο θεός                                                                                                                              Κούλα (λιμάροντας πάντα τα νύχια της αδιάφορα)–Ναι, δεν έχει τίποτε
άλλο να κάνει!
Μαγείρισσα: (κοιτώντας έντονα την Βιβή) - Υπάρχει θεός!                                                                                                           
Βιβή – Εσείς οι δύο, μην αρχίζετε πάλι, τα θεοτικά! Ότι υπάρχει το ξέρουν
και οι   πέτρες! Και εσυ, μην με ξανοίγεις έτσι έμένα, επειδή, είδες να
 φεύγω απ το  κρεβάτι του! Του έκανα την υποδόρια!
 ΚΟΎΛΑ: Τι;; Μα μόλις του την είχα κάνει, εγώ, την ένεση!
Βιβή: Πως;Και γω που θες να το ξέρω;! 
ΓΙΑΝΝΑ: Μα πόσες ενέσεις του κάναμε;! Τι δουλειά έχετε ! Σε μένα παραδίδει την αγωγή ο γιατρός!
ΚΟΥΛΑ: Για να μαθαίνεις! Πριν έρθεις, εμείς κάναμε τις ενέσεις, κι όταν θα φύγεις με το καλό, πάλει εγώ και η Βιβή θα τις κάνουμε!
ΓΙΑΝΝΑ: -Μα τη σημασία έχει τώρα αυτό! Του κάναμε τρις ενέσεις…Πω, πω! Πάω να τον δω…
ΚΟΥΛΑ: -Άσε! Θα πάω εγώ
ΒΙΒΗ: -Και γιατί να πας εσύ;
ΚΟΥΛΑ: -Και ποίος να πάει;
ΓΙΑΝΝΑ: ( Αγανακτισμένη πηγαίνοντας προς την έξοδο) –Την κολοκυθιά θα παίξουμε;!
ΚΟΥΛΑ: (Της φράζει το δρόμο) Που πάς;
ΓΙΑΝΝΑ: -Να δω αν είναι καλά!Που θα μου πεις που πάω!
ΒΙΒΗ: -Ναι! Ναι! Ένταξη, μην τσακώνεστε, Πάμε να δούμε!(φεύγουν και τρεις μαζί με θόρυβοΤην ίδια στιγμή  Εμφανίζετε απ τα αριστερά της σκηνής η Δέσπω, η καθαρίστρια,βαστώντας δυο μεγάλους κουβάδες έναν μπλε και έναν κόκκινο και μια σφουγγαρίστρα με μακριά μοβ κρόσσια )
 ΔΕΣΠΩ: –Θα το φάνε λάχανο το παιδί
ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ:Έννοια σου, και βλέπει ο θεός
ΔΕΣΠΩ: (Που αφήνει τους κουβάδες με θόρυβο, απευθύνετε στο κοινό) –Με ποιανού τα μάτια δε ξέρω…
(Στο μετάξι επιστρέφουν οι νοσοκόμες, ήσυχες και ικανοποιημένες)
ΓΙΑΝΝΑ: -Ουφ, ευτυχώς τίποτε το σοβαρό
ΚΟΥΛΑ: (Μονολογεί) Τη μαλλιά, τη μύτη τη μάτια! Και τι χέρια!.
ΒΙΒΗ: -Ο Θεός!!!
ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ:(Που περίμενε με αγωνία να μάθει,φεύγοντας) –Και το γιαούρτι πια το άφησε;
ΒΙΒΗ:(ειρωνικά) Ο θεός!
Γιάννα, – Η συνείδηση μας είναι ο Θεός! Κακομοίρες μου, στον γιατρό τσιμουδιά! Μα πόσες ενέσεις του κάναμε;
Πια του πήγε γιαούρτι; (κοιτώντας ειρωνικά την Κούλα) Η ομορφιά σκοτώνει που λέει κι ο Ασναβούρ!
Κούλα(που κάθετε στην θέση της κοιτώντας  ευχαριστημένη τα νύχια της, ειρωνικά) –Υπονοείς
 κάτι;
Γιάννα (Ενώ αρχίζει να σημειώνει, στο μπλοκ της, πάλη τα φάρμακα) –Όχι, όχι ιδιαίτερα, μα αν σε αφήσει η συνείδηση σου πέφτεις, πέφτεις στα χέρια μου!
Κούλα(ειρωνικά) –Η γιατρίνα μας, μίλησε Αχ ναι! Του λόγου σου, μπορεί
να σπουδάζεις, όμως εμείς τραβιόμαστε για το μεροκάματο!
Εσύ θα φύγεις μόλις πάρεις το δίπλωμα, για ρώτα και μας που τρώμε
τα χρόνια μας εδώ μέσα!
ΓΙΑΝΝΑ: (Αυστηρά) Να κοιτάτε τις πινακίδες τους! Κι αν δεν ξέρεται
να διαβάζετε, να ρωτάτε τον γιατρό, η εμένα!
ΜΑΓΕΙΡΙΣΣΑ: (φεύγοντας)-Τα γιαούρτια είναι μετρημένα!
Βιβή(κοιτώντας έντονα την οθόνη, του pcκατ ιδίαν δυνατά) -Ρίγες, ρίγες, ρίγες! Τρελαίνομε για ρίγες!
Κούλα–Έλα τώρα βρε Γιάννα μου, πας καλά; Τη σου λέει η συνείδηση σου, ότι όλοι αυτοί που είναι άρρωστοι, εδώ μέσα δεν έχουν συνείδηση; Η ασυνείδητη γιαγιά έβγαλε την χρυσή στα 106 και ο ασυνείδητος παππούς ζάχαρο στα 85;! Ωραία αυτόν που φέρανε τώρα, τραυματισμένο απ τον  κυνηγό, αυτός είναι ασυνείδητος, η ο κυνηγός που τον έστειλε στο νοσοκομείο; Για κοίταξε το, Γιάννα μου γιατί εγώ μπορεί να είμαι ξανθιά, μα δεν το ‘χω χάσει, ακόμα!
Μαγείρισσα(Επανέρχεται ακουμπώντας πάντα στο κατώφλι της πόρτας) –Ποιος ξέρει, μόνο ο Θεός ξέρει…
Δέσπω: (Κατ ιδίαν ενώ σφουγγαρίζει) –Σάμπως είναι ο πρώτος!
Βιβή(χτυπώντας το χέρι της στο γραφείο, αυστηρά) –Τι θες να μας
πεις; Για τρέχα μες την δυσοσμία, τα βογκητά, και τις απαίσιες γκριμάτσες!
 Αδελφή από κει αδελφή αδελφή από δω…
 Γιάννα–Στο πρόγραμμα είναι όλα!
Βιβή–Ναι, του ΜΑΤΡΙΞ!
Γιάννα -Εγώ διαπιστώνω αυτά πού βλέπω να γίνοντα
Κούλα –Τι γίνετε! Ε; (Άντε να κάνεις κάνα ιδιαίτερο, στον καινούργιο..
Δέσπω: (Σφουγγαρίζοντας) ΜΜΜ! Σόδομα και Γόμορρα!
Γιάννα: Κούλα, σοβαρέψου Για το θεό!
Μαγείρισσα –Και τι νομίζεις είναι ο θεός
Κούλα –Θα μας πεις εσύ, τώρα, που νοιάστηκες αν θα φάει ο καινούργιος,
η αγάπη και, η συμπόνια, μαγειρεύοντας
και ψήνοντας στο τσουκάλι σου, τα αθώα λαχανικά
Μαγείρισσα-Όπου πλεόνασε η αμαρτία περίσσευσε χάρις!
Κούλα: (Ειρωνικά) -Το βλέπω, Κυρά Σοφία μου, το βλέπω!
Μαγείρισσα -Αν είχαν στόμα τα νύχια σου, θα μιλούσες καλύτερα
Κούλα (Ποιητικά) -Θέλει αρετή και τόλμη η ευδαιμονία!
Βιβή -Η ελευθερία!
Κούλα -Για σένα χρυσή μου, για μένα η ευδαιμονία
Γιάννα! (πικραμένα) –Που να τα βρούμε αυτά χωρείς συνείδηση;
Βιβή –Ωραία ας μας την δώσει Παντογνώστης, ο Πολυεύσπλαχνος
και Πολυέλεος αυτήν την συνείδηση! Να μην αρρωσταίνει ποτέ κανείς!
Και μετά δεν θα ξέραμε τι δουλεία να κάνουμε ! Δεν μου λέτε , τους
μάρτυρες του Ιεχωβά θα παίζουμε τώρα!
Δέσπω: -Αμέρικαν μπαρ!
Μαγείρισσα –Αυτοί τουλάχιστον δεν σκοτώνουν ο ένας τον άλλον.
Γιάννα –Ούτε τον γλιτώνουν, αν χρειαστεί κάποιος αίμα, προτιμούν αντί να του σώσουν την ζωή, να τον αφήσουν να πεθάνει! Ας μην συζητάμε τώρα γι αυτούς ! Κούλα –Καλά λες δεν αξίζει τον κόπο, χάνουμε το οξυγόνο μας, καλέ μου ’ρθαν δυο χθες, μα τους κανόνισε ο Άντρας μου! Τη είναι αυτοί παιδί μου δεν μ΄ άφησαν να βγάλω κιχ. Ούτε πρόλαβα να τους πω περάστε, και ήταν μέσα!
Δέσπω: (Μονολογεί)  -Δεν τον πηγαίνανε κατευθείαν στο νεκροταφείο, τι τον φέρανε εδώ!
Κούλα: -…Εισβολή κανονική ! Και μετά ο θεός θα καταστρέψει τους κακούς και οι καλοί, θα τρώνε και θα πίνουνε μέχρις συντέλειας και δεν θα παχαίνουν ούτε θα γερνάνε ούτε θα πεθαίνουν!  Άκουσον, άκουσον! Ούτε παιδιά θα κάνουνε, αλλά θα το κάνουμε κατά βούληση, και αντί για γκριφόν και κανίς θα έχουμε πάνθηρες και λιοντάρια για κατοικίδια, γατόσκυλα γιόκ!                                                                                          
Βιβή -Μυρμήγκια δεν θα υπάρχουν; Τα σιχαίνομαι τα μυρμήγκια!
Κούλα -Τους συγύρισε όμως ο άντρας μου, έπιασε τον έναν απ΄ τον γιακά “Εμένα με ρώτησες αν θέλω να ‘ρθείς” του είπε, “Με ρώτησες αν θέλω να μιλήσεις με την γυναίκα μου, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι”;; Και του άστραψε μια στην μούρη       
Βιβή–Ορθοδοξία ιεχωβάδες ένα μηδέν!   
 Μαγείρισσα:–Άνθρωποι του Θεού, είναι κι αυτοί  
Κούλα–Μπα! Δε μου λες, Ξεχωρίζει ο θεός τους ανθρώπους;;
Σοφία: -Όπως εμείς τα λουλούδια!
Κούλα:Και συ που το ξέρεις;!
Σοφία:-Μου το είπε ο πνευματικός μου!
Κούλα:Κι αυτός που το ΄μάθε; Ε; Του τόπε ο Θεός;!
Σοφία: -Τι να σου πω, τώρα;!
Κούλα: -Να μ, απαντήσεις! Γιατί δεν έχω δη πουθενά τον Θεό, να μαζεύει λουλούδια!
Σοφία:-Σαν τα λουλούδια μαζεύει ο θεός τις ψυχές μας!
Βιβή: -Ναι και τις αφήνει καμιά βδομάδα στο βάζω! Κι όταν σαπίσουν τις πετάει! ελπίζω τουλάχιστον, να αλλάζει συχνά το νερό!
Σοφία:-Αν θες απαντήσεις να πας να βρεις τον Παπαγιώργη!
Κούλα: -Ποιον; Αυτόν με την Lancea;
Σοφία:-Άνθρωποι είναι κι αυτοί!
Κούλα: -Να ντύνονται σαν άνθρωποι τότε , κι όχι να κυκλοφορούν αξύριστοι με μαύρες ρόμπες, ανάμεσά μας, τρομάζοντας τα παιδιά!
Σοφία:-Αν δεν είχαμε αυτούς, δεν θα ‘χαμε οικογένειες, ούτε καν χώμα, πατρίδα να πατήσουμε, που κάνεις πως τα ξέρεις όλα!
Κούλα:-Άνθρωποι αυτοί, άνθρωποι εκείνοι, άνθρωποι κι εμείς, άνθρωποι και τα κτήνη! Τουλάχιστον οι Παπάδες δεν κάνουν γιουρούσια, σ, αφήνουν να αποφασίσεις
Βιβή: -Ναι έχουν τους γέρους μας και τα σχολεία, γι αυτό! Ενώ οι άλλοι τα περιοδικά και τα σιδερένια χαμόγελα! Αλήθεια, έχετε δει τις φωτογραφίες, στα περιοδικά τους; Καλέ τι χλίδα είναι αυτή; Ούτε manyal για έκθεση αυτοκινήτων να ήταν!
Σοφία:-Αντί να κατηγορείτε καλύτερα να κοιτάμε μέσα μας , τις πομπές μας! γιατί η κρίση είναι του θεού, δεν μας πέφτει λόγος εμάς, ο καθένας πληρώνεται κατά τα έργα του! Κι αυτό είναι μέσα στο Βασίλειο του Θεού
Κούλα: -Δεν λέω, όμως αυτοί οι κύριοι που θενά μας σώσουν, σώνει και καλά με το ζόρι, με βάζουν σε σκέψεις. Βασείλιο! Τι βασίλειο θα είναι αυτό χωρείς μικρά παιδιά, γιαγιάδες και παππούδες! … Καί να σου πω, εγώ, όταν γέννησα ένιωσα να ξαναγεννιέμαι!
Δέσπω: (Στο κοινό αποχωρώντας απ την σκηνή) –Άλλοι βογκάν κι αυτές φιλοσοφάν!
Κούλα! …Τι βασιλεία θα είναι αυτή που θα ζούμε δίχως να συγκλονιζόμαστε;; Με βάζουν σε σκέψεις.... Καλά νέα! Ακούς; Όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, γιατί ουδείς αναμάρτητος, θα πεθάνουμε και θα μείνουν αυτοί και η κυβέρνησή τους , να, να ρημάζουν τα φυτά και τους καρπούς των δέντρων, εις τον αιώνα! Αυτά είναι τα καλά τους νέα ...
Μαγείρισσα -Του θεού…
 Βιβή -Τον Θεό! Ω! Θεέ μου! Αμάν πια!!!
Γιάννα –Κορίτσια ζούμε στην εποχή του cern των σωματιδίων και τις βιοτεχνολογίας αφήστε την βιοχημεία και τα computers, ό,τι ξέραμε μέχρι τώρα για τον θεό απ τις θρησκείες ξεχάστε το! Ο Θεός από δω και πέρα είναι η σύνθεση η συνύπαρξη και η συνείδηση. Το συν είναι, και ο λόγος όχι παρά τον Θεό, μα συν το θεό,
Βιβή: θεϊκός συνασπισμός
Γιάννα: Ναι οτιδήποτε είναι συν , Συνάνθρωπος συν άγιος συν τριαδικός συν και πάει συν και λέγοντας συν στο άπειρο και όχι ένας απόλυτος μοναχικός δημιουργός, που κάνει ότι του καπνίσει!        
Βιβή -Θεϊκή Δημοκρατία
Μαγείρισσα –Ζαλίστηκα! Αυτό που καταλαβαίνω εγώ, είναι ότι ο Θεός δεν έχει να κάνει με αυτά που εμείς ξέρουμε και λέμε γι αυτόν. Αυτά είναι από μας για μας «Τα καλά και συμφέροντα» τα δικά μας, δεν τον νοιάζουν… Είναι, πώς να το πω, σαν τους γονείς με τα παιδιά όταν δεν ζουν κοντά τα μεν, ξεχνούν τους δε΄, και πάει λέγοντας, ανθρώπινο είναι. Σπουδάζει ο γιος μου στο εξωτερικό και κοιμάμαι ήσυχη χωρίς να ξέρω τι ακριβώς κάνει, άμα όμως έρχεται εδώ χάνω τον ύπνο μου, μην πάθει τούτο μην πάθει εκείνο, τι ώρα επιστρέφει στο σπίτι με ποιους συναναστρέφεται…Λίγο να αργήσει με πιάνει πανικός. Έτσι και ο Θεός, όταν είμαστε κοντά του μας νοιάζεται και μας προστατεύει. Ανησυχεί για μας μόνον όταν βρισκόμαστε κοντά του. Δηλαδή τον σκεπτόμαστε καθημερινά και έχουμε τον νου μας απάνω του, και τον ευχαριστούμε για την ζωή μας και τον παρακαλούμε για κάθε καλό. Ζούμε κοντά του και μας βλέπει, ζούμε μακριά του και δεν μας ξέρει!
Κούλα –Κοντά του, μακριά του δίπλα του πλάι του, και από πίσω του.
Μαγείρισσα –Είναι παντού!
Κούλα -Συν παντού!                                                                                                       
Βιβή –Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών                                                           
Κούλα –Εκτός το φως το νερό και το ενοίκιο!                                                      
Μαγείρισσα –Αυτό είναι βλασφημία!                                                                           
Βιβή –Εγώ γνωρίζω πως, αν δεν μαζέψω λεφτά κανείς δεν θα μου πάρει το ριγέ matrix ούτε ο Θεός πατέρας ούτε ο συν θεοπατερομητέρας.                                                      
Γιάννα ( έτοιμη να βγει με τα φάρμακα στο καροτσάκι στον διάδρομο) –Έμενα μου φτάνει η συνείδηση                                                                                                 
Μαγείρισσα (φεύγοντας) –Ωχ το φαγητό!
Φωνή από έξω –Το φρέσκο! Λίγο απ την άψα του κρασιού του φρέσκου                                                                                                 
Κούλα -Αμάν ο Γκαρίτσης (φεύγει)                                                                                    
Βιβή Πω, πω, ξεχαστήκαμε πάλη (τινάζει τα μαλλιά της παίρνοντας ένα υπηρεσιακό ύφος, έτοιμη να βγει) -Η χοντρέλο! Ακούς! (με στόμφο) “και τι νομίζεις είναι ο Θεός”
ΓΙΑΝΝΑ (αποχωρώντας με το κομοδίνο) –Ο Θεός;… Άλλο πράγμα, ένας Θεός, κι άλλο μια θεία δικαιοσύνη! Και μια τέτοια δικαιοσύνη Δεν μπορεί να την έχει κανένα πλάσμα στον κόσμο, που έχει συμφέρον έστω να επιβιώσει και θέλει να ζήσει!  (κατευθύνεται αργά προς την έξοδο, τότε  μπαίνει η Δέσπω. Περπάτα ανάποδα κρυφά, με προφύλαξη να μην γίνει αντιληπτή, με τον κόκκινο κουβά και έχοντας κριμένα κάτω απ την ποδιά διάφορα τρόφιμα. Άθελα πέφτει επάνω στο καρότσι της Γιάννας, και της φεύγει ο κουβά απ τα χέρια.  Γίνεται μια θεαματική σύγκρουση Το καρότσι αναποδογυρίζει, γιαούρτια, φρούτα , και φάρμακα σκορπούν ανακατεμένα στο πάτωμα!)

ΠΟΝΟΣ


-->
/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Πράξη 2η σκηνή 1η (Το όραμα του Κώστα)
ΠΟΝΟΣ
Χορός των ασθενών
Ένα κρεβάτι στο βάθος μπροστά στην Τζαμαρία, στο οποίο είναι γραμμένο εμφανές «το κρεβάτι του πόνου». Επάνω του ένας ασθενής βασανίζεται απ τους πόνους .Μουσική.   Από δεξιά και αριστερά εμφανίζονται ασθενείς. Φορούν άσπρες νυχτικιές με ορούς, γάζες κ.λ.π.
Χορός ασθενών:  - Είναι αυτός που μέσα από μίτρα βγήκε και περπάτησε, με γάλα που ανατράφηκε συμπυκνωμένο εβαπορέ και σφραγισμένες κρέμες. Είναι αυτός που είδε βαμμένα δέντρα και κήπους πλαστικούς, παίζοντας σε σιδερένιους μύλους και κούνιες και τσουλήθρες. Και που τα γράμματα κάτω από φώτα τεχνικά πρωτόμαθε. Και που τον ξάφνιασαν ολοσκότεινοι δρόμοι και που θαύμασε άσπρα σπιτάκια, δρομάκια ανάμεσα σε καταπράσινα δέντρα κάτω από τον ήλιο. Και που τη δύναμή του γνώρισε μαδώντας πεταλούδες, πνίγοντας γατάκια, πατώντας μυρμηγκιά, σκοτώνοντας πουλιά και που λυπήθηκε μετανοώντας όταν τον κυνήγησαν σκυλιά, όταν τον χτύπησαν αυτοί που τον μεγάλωσαν.
Κορυφαίος: -ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ! Τώρα στου πόνου το κρεβάτι!
ΧΟΡΟΣ: -Αυτός που ζήτησε ομορφιά, δικαιοσύνη κι ανθρωπιά,
πρώτος απ’ όλους ήθελε να είναι στα καλά και στα όμορφα. Κι αγάπησε κι ερωτεύτηκε και ζήλεψε και μόχθησε, για να έχει ότι είχαν οι άλλοι κι ακόμα πιο πολλά. Που τόσο πολύ αγάπησε τα γλέντια. Απ ‘τη δουλειά, πιότερο ακόμα τις τέχνες από τον κόπο ζήτησε. Και που κουράστηκε κι έφυγε και γύρισε λεύτερος σαν τα πουλιά.
Κορυφαίος: - ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ! Εδώ φυλακισμένος, από τα ίδια του τα σπλάχνα ακούνητος να τυραννιέται. Με ενέσεις και με χάπια, την ανακούφιση ζητιανεύοντας, και τίποτα άλλο.
ΧΟΡΟΣ: -ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΑΠ’ ΤΟΝ ΦΡΙΧΤΟ ΤΟΝ ΠΟΝΟ!
ΧΟΡΟΣ:ω(Κατευθύνονται πίσω πατώντας προς το βάθος της σκηνής -ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΑΠ’ ΤΟΝ ΦΡΙΧΤΟ ΤΟΝ ΠΟΝΟ! ,. Ο ασθενής σηκώνεται αργά κατευθυνόμενος προς την ράμπα, μονολογεί . ενώ ο Κορυφαίος στέκετε παράμερα ήσυχος
ΣΤΡΑΤΟΣ: -Μην με κοροϊδεύεις άλλο ψυχή μου, μην με ξεγελάς.
Γιατί φεύγει ο χρόνος, αλλάζει ο καιρός, και δεν ακούω πια, μήτε βλέπω!
Μη μου βάζεις ψεύτικα όνειρα στο νου, μη κρατάς την καρδιά μου κλειδωμένη, σε έναν κόσμο που δεν τις ανήκει, και ενώ ονειρεύομαι τα καλύτερα, τα χειρότερα να μ ακολουθούν κρυφά Σαν το πέταγμα των πουλιών κάνεις να υψώνονται στους ουρανούς, τα όνειρα μου, και τις πράξεις μου, κάνεις, σαν φίδια να σέρνονται στο χώμα! Ζωή που το ασύλληπτο όνομά σου φανέρωσες στα σπλάγχνα μου! Χαρά που φάνηκες στην πρώτη μου κίνηση! Απαλλάξτε με απ αυτό το φριχτό μαρτύριο! Κανείς δεν μ απαντά! Μόνο τον πόνο, αυτόν, τα σωθικά μου ακούω να κομματιάζει αμείλικτα!
Πως έγινε σε εμένα αυτό; Τη με έφερε σε αυτήν την θέση; Μην έβλαψα κάποιον χωρείς να ξέρω! Μην αδίκησα άθελα μου κάποια ψυχή; Τη πληρώνω; Με αυτό το μαρτύριο ποιον ξεχρεώνω; Με το βάσανο μου, τάχα, ποιος δικαιώνετε; ; Μονάχα το σώμα μου, το ξέρω καλά, αυτό, ότι έβλαψα! Εμένα τον ίδιο! Ναι! Μα όχι αυτί, να με βρει η φριχτή, τιμωρία! Δεν ξέρω πια! Να είναι αυτές οι συνήθειες, που βάρυναν τον ύπνο μου, και στην δύναμη των μελών μου, κατοίκησαν ! Να είναι που νεκρά, τα έβλεπα όλα γύρο μου να στέκουν, ψεύτικα, όλα γύρω μου, και εγώ θεός να διαφεντεύω ανάμεσα τους ! Θεός να παίρνει και να σπέρνει ζωή, σε ότι γύρο του υπάρχει! Μην είναι που τους έδωσα ονόματα ,μονάχα εγώ να τα καλώ, μονάχα εγώ να τα κινώ, μονάχα εγώ να τα γνωρίζω! Και σπαρταρώ εδώ μπροστά σας, τώρα, ίσως γιατί δεν σεβάσθηκα τον δικό τους χώρο, που δεν γνοιάστηκα, να τα ρωτήσω, αν έχουν δικά τους ονόματα, τον δικό τους λόγο!! Το κορμί μου Αυτό είναι! Το κοίταξα, χωρείς να μάθω αν με κοιτά κι αυτό! Ούτε που σκέφτηκα αν έχει γνώμη δική του, κι άλλη πορεία απ αυτή, που εγώ, αποφάσισα! Άλλα αν θέλει πράγματα, απ αυτά που εγώ, εγώ του δίνω! Αν έχει την δική του δικαιοσύνη!!
Στη φανερωμένη πλάση, τον λόγο μου έστησα απέναντι, σαρώνοντας ότι εμπόδιο στον λόγο μου στεκόταν! Αυτό είναι, με τρελαίνει ο πόνος! Παραμιλώ o τρελός, τρελός κι λόγος μου! Δεν μπορεί, Κάποια κατάρα ανθρώπινη, κάποια κρυφή μαγεία, ζήλεψε το τραγούδι και την ελευθερία σκότωσε. Σκέψεις αλλόκοτες μου τριβολίζουν το μυαλό! Την ξεγνοιασιά μου, παγίδευσαν κρυφοί ζηλόφθονοι φονιάδες πίσω απτές όμορφες φωτογραφίες, και γυαλιστερούς καθρέπτες, κριμένοι, με πέρασαν για χωράφι κι αυλάκωσαν με πονηρά μαθήματα, το μυαλό μου, και στον νου μου, έσπειραν την κόλαση.
Να που ο πόνος με έριξε με δύναμη κάτω, να γέρνω ποιο αδύναμος ποιο απροστάτευτος, ποιο φοβισμένος, εγώ, ο νους, ποιο ανίκανος, από αυτά Σε ότι δεν έδωσα προσοχή, ότι αγνόησα, ότι κοίταξα απαξιωτικά, τώρα μου τρώει τα σωθικά! Αόρατη σπαθιά μαχαιρώνει κάθε μου νεύμα, τώρα…
…Ούτε ο ίδιος τον θάνατος, δεν έρχεται στην σκέψη μου τώρα. Ασήμαντος είναι μπροστά σε αυτόν τον πόνο.
Όχι ! Όχι ότι τον θέλω! Κανείς ζωντανός δεν τον ζητά΄! ΄΄Όμως κάθε μου μέρα, κάθε στιγμή μου, αθέλητα προς αυτών κατευθύνετε, άθελα μου,. Ώρα την ώρα προς σ αυτόν, τον θάνατο, με πηγαίνει!
Κι όλο ένα τραβιέμαι σαν το σκαρί έξω απ το νερό , με αλυσίδες στα ντοκ των νεκρών καραβιών, η ζωή μου θαμμένη, μένει και δένεται. Από εμένα τον ίδιο, λησμονημένη!!!

Κορυφαίος: -Τρελαίνετε το πνεύμα, καθώς το κορμί του σφαδάζει!
ΧΟΡΟΣ:-(Καθώς αποχωρούν όπως ήρθαν):  -Και το νευρικό σύστημα επηρεάζεται, και η αποδοχή απουσιάζει ολοσχερώς,
και τίποτα δεν αναπαύει.
Τίποτα. Καμιά θέση, ούτε τρόπος, ούτε τόπος, ούτε προσευχή.
Μόνο πόνος, πόνος και μια οδυνηρή ανάγκη για απαλλαγή!
Ο Στράτος αργά κατευθυνόμενος προς την ράμπα, μονολογεί .
ΣΤΡΑΤΟΣ: -Πάρτε μου τον αυτόν τον πόνο! Απαλλάξτε με από αυτήν τη φριχτή αγωνία! Παναγία μου, Χριστέ μου, γιατροί και μάγοι, πάρτε μου τον πόνο! Όσιοι Μάρτυρες, Άγιοι, απαλλάξτε με πια!
Ααααχχχ!!! Είναι ο Θεός αυτός τώρα, των πάντων ανώτερος και σχίζει αμείλικτα τα σωθικά και τίποτα δεν τον κουνά, δεν τον διώχνει.
Μέχρι νεκρό απ’ τις αισθήσεις, ετούτο το κορμί να πέσει. Κι όλα μετά να ξεχαστούν για λίγο σε μια ησυχία απόκοσμη, χωρίς κάποιο λόγο, χωρίς ένα σημάδι της προηγούμενης συμφοράς, μόνο ησυχία, κι ένα φόβο, έναν μεγάλο φόβο, μην τύχει και ξανάρθει.
Μα πού είναι τώρα; Σα να μην υπήρχε ποτέ. Ναι! Δεν υπάρχει, δεν είναι πουθενά. Έφυγε δίχως ένα σημάδι πίσω του να αφήσει! Σα να μην υπήρξε ποτέ!
Ελευθερία μου! Χαρά μου και ζωή μου!!!
Μα μην κουνηθώ και ξαναρχίσει. Τίποτε, ούτε να πιω ούτε να φάω.
Να μην εμφανιστεί, καμιά κίνηση, μέχρις να φύγει για πάντα απ’ το φτωχό το κορμί μου!
Μα κι αν είναι αυτός, ο ίδιος ο Θεός;
Όχι, δε θέλω να πιστέψω, πως τόσο άσπλαχνος ο ίδιος, αυτός της αγάπης και της ευσπλαχνίας ο Κύριος, είναι ο ίδιος ο αβάσταχτα φριχτός μου πόνος!......
Και μη με πείτε δειλό ή φυγόπονο, μην τύχει και οι ίδιοι εσείς δοκιμαστείτε, και κάτω από το πυρωμένο σίδερο ετούτης της ατελείωτης αγωνίας, βρεθείτε, να σπαρταράτε δίχως καμιά σωτηρία… Μα να που τώρα πέρασε και πια δεν ξέρω πού’ ναι. (κοιτά το πάτωμα)
Μα τι είναι τούτο κει κάτω; Είναι χαρούμενο στην όψη κι ωραία γυαλίζει… για να το δω… (σκύβει να το πιάσει και πέφτει κάτω ουρλιάζοντας) Ωωωωωχ! Αχ μάνα μου! Παναγιά μου βοήθεια! Άσε με πόνε γιατί τον χάρο αισθάνομαι να πλησιάζει! Άσε με να μην με βρει τσακισμένο, άσε την περήφανη ψυχή μου να βρει αντιμέτωπη κι όχι σαν σκύβαλο να αρπάξει ετούτο το κορμί, σερνάμενο στο χώμα! Άσε να τον υποδεχθεί με θάρρος η ψυχή μου, κι όχι ο ληστής, ο χάρος, ο φονιάς, της ζωής, να μου την κλέψει
Σκηνή β΄ Μουσικοχορευτικό
ΧΟΡΟΣ: - Τώρα τον έπιασε ξανά, την λεία του δεν πρόκειται να αφήσει.
Ο ασθενής είναι πεσμένος, στη μέση της σκηνής. Πίσω του ακριβός περιμένει, ξαπλωμένος, ένας ηθοποιός, με τρόπο που να μην φαίνεται, που υποδύεται των πόνο.
ΠΟΝΟΣ! Ήχοι αλλόκοτοι, αλλοπρόσαλλες νότες ακούγονται συνοδεύοντας τα λόγια του ΚΟΡΥΦΑΊΟΥ ενώ ο Πόνος, σαν μια φιγούρα απόκοσμη σηκώνεται δίπλα απ το πεσμένο ασθενή, χορεύοντας . Ακούγονται γοερές φωνές πόνου, βογκητά, συριστές φωνές, βηξίματα. Φώτα σαν αστραπές, λάμψεις κι ατμοί συνοδεύουν τον ξέφρενο χορό της φιγούρας γύρω από τι πεσμένο σώμα του ασθενή που κάθε τόσο σπαράζει.
ΑΓΓΕΛΟΣ:Κατόπιν αλλάζουν όλα. Αχνό πορτοκαλί φως απλώνεται και εμφανίζεται μια φιγούρα απαλά και αρμονικά φωτισμένη. ( Στολή με ενσωματωμένα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια – μουσική από μεταλλικές σωλήνες, κουδουνάκια κ.λ.π.) Κάθε φορά που μιλάει η «απουσία του πόνου», ο απαλός φωτισμός απλώνεται από δεξιά προς τα αριστερά. Το αντίθετο συμβαίνει όταν ο «πόνος» παίρνει το λόγο.
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, που ορισμένες φορές θα έχει τόνο, λογομαχίας ανάμεσα στις δυνάμεις της διατήρησης και της καταστροφής, μια νέα παρουσία θα εμφανιστεί, που ούτε ήχοι ούτε φώτα θα τη συνοδεύουν, απλά σιωπή. Η εκφορά του λόγου της θα είναι ανέκφραστη, χωρίς συναίσθημα.. Η κίνηση ωθεί το λόγο και ο λόγος δίνει αφορμή στην κίνηση.
..............................................................................................................................................................
Βρισκόμαστε στην σκηνή του εξάλλου και πανηγυρικού χορού του «πόνου» .
ΠΟΝΟΣ:-Εγώ είμαι ο πόνος!
Ο πόνος σου!
Κοίτα τώρα πως είσαι…
Κανείς δεν μπορεί, μα και δεν θέλει να μοιραστεί, αυτό που σου δίνω!
Κανένας δεν έρχεται με την θέληση του εδώ, το μέρος σου να πάρει!
Είσαι μόνος
και όλα μέσα και έξω από σένα,
είναι ΠΟΝΟΣ
κι ο φόβο, ο ο ο ς! Σου!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ: -δεν σταματά , την νίκη του δεν την αφήνει όλα είναι χαμένα ΧΟΡΟΣ:
Χαμένος στην δίνει του τρόμου
κάτι που ποτέ, μα ποτέ δεν ονειρεύτηκε!
εδώ που βρέθηκε!
(Μουρμουρίζουν)
Να σπαρταρά σαν ψάρι έξω απ το νερό.
σαν σκυλί χτυπημένο από αυτοκίνητο στην μέση του δρόμου,
σαν κρεμασμένο γατί σ ένα δέντρο μέσ’ τον ασβέστη πεταμένο,
σαν διαλυμένη πεταλούδα, σαν το πούλι χτυπημένο απ το όπλο του κυνηγού μες το χιόνι
ΠΟΝΟΣ:
-Με εμένα θ άσε μόνος!
Σκίζω τα σπλάχνα σου.
Σου τρώω το είναι.
Είμαι!
Μέσα σου χωμένα σίδερα καρφιά
Δόντια ατσαλένια βέλη μυτερά
μέσα σου βαλμένα
Κάρβουνα αναμμένα
Θρύψαλα γυαλιά χωμένα στην καρδιά
Νύχια σιδερένια σου σκίζω τα μυαλά!
Η φρίκη στο κορμί σου
Είμαι
συ μφ ο ρά α
Σε έχω αρπάξει , σε βαστώ
όλεθρος είμαι στην σκέψη σου
τρόμος πανικός
Σε βαστώ!
τυφώνας κάθε λέξη σου
αιώνια συμφορά
γεύση απαίσια φρικτή
η ζωή σου αβάσταχτη!
.................................
Τώρα πες τη θες;
Τώρα τη θυμάσαι; Ούτε ξύπνιος μένεις ούτε που κοιμάσαι!
Τι θες να κρατήσεις;
Χα, χα χα χα!
Τι θες να αποκτήσεις
Τι θες να προσφέρεις;
Ποιους θες να ανταμώσεις;
Μήπως θέλεις κάποιους να κυνηγήσεις;
Χα, χα, χα, χα!
Σε ποιους θες, να
μιλήσεις;
Σε ποιους να κάνεις κακό
Τίποτα απ αυτά
μονάχα ουρλιαχτό
κραυγές, και ουρλιαχτά
..................ΧΟΡΟΣ..................
Πόνα , πόνα, πόνα
Σφά α α αδαζε
Ούτε ιστορίες
ούτε θεωρίες
Πόνα, πόνα, πόνα
Κρα,αααύγαζε

ΑΓΓΕΛΟΣ: εμφανίζεται, με τον τρόπο που περιγράψαμε πριν, ο χορός, ανακατεύεται τρέχουν πάνω κάτω με φασαρία κι έπειτα οι μισοί πάνε απ την μεριά του Αγγέλου.

Σκηνή 2η Πόνος Απάθεια, χορός
Στη σκηνή παίρνει μέρος και ο χορός που είναι μοιρασμένος πίσω απ τον Πόνο και τον Άγγελο επαναλαμβάνοντας σαν ηχώ τις ατάκες
ΑΓΓΕΛΟΣ: (ειρηνικά) Μην τον βασανίζεις άλλο, άφησε τον ε.
ΧΟΡΟΣ: -Μην τον βασανίζεις! Λυπήσου τον!
Ο ασθενής αναστενάζει με ανακούφιση.
ΠΟΝΟΣ: Ποιος λέει τον βασανίζω; Εσύ; Και που μάζεψες ετούτη τη γνώμη;
ΑΓΓΕΛΟΣ: -Θαρρείς πως δεν ακούγεται στον κόσμο αυτό το μαρτύριο;
ΠΟΝΟΣ : - Έννοια σου, από τα βάσανα, που ο ίδιος μοίραζε, στο διάβα του, εισπράττει τα σπαρμένα! Τίποτε λιγότερο η περισσότερο!
Φύγε είναι δικός μου!
ΧΟΡΟΣ: Είναι δικός μου
Ο ασθενής κραυγάζει με πόνο.
ΑΓΓΕΛΟΣ: (επιτίθεται) Θαρρείς τον κάθε άνθρωπο ολότελα δικό σου.
ΧΟΡΟΣ:Ολότελα δικό σου, κανείς, ολότελα δικό σου
ΣΤΡΑΤΟΣ: Αααααχ!!!
ΠΟΝΟΣ: (αντεπιτίθεται) Ναι! Για την ώρα που μου όρισε ο χρόνος να ζω απάνω του, θα ζω!
ΧΟΡΟΣ:- Ζω απάνω του, ΖΩ!
ΣΤΡΑΤΟΣ : - Αουουουου! Παναγιά μου!
ΑΓΓΕΛΟΣ: Μα θα τον εξοντώσεις κι αν πεθάνει κι εσύ μαζί του θα χαθείς.
ΧΟΡΟΣ Θα εξαφανιστείς, μαζί του θα χαθείς!
ΣΤΡΑΤΟΣ:  - Ουφ!!
ΠΟΝΟΣ: (ήρεμα) Μμμμμ! (έρχεται κουτρουβαλώντας κοντά στα φώτα της ράμπας) Άμα πεθάνει…. Ναι! Αλήθεια κι εγώ μαζί του, θάβομαι για πάντα…
ΧΟΡΟΣ: Μέσα του είμαι, δεν θέλω να σβήσει, δεν θέλω να χαθεί, Θέλω μονάχα να πονά! Να πονά να σπαρταρά, σαν το τραγί μες την σφαγή, να σκούζει!
ΣΤΡΑΤΟΣ: (πονά λίγο) Ωωωωωχ!
ΠΟΝΟΣ: … Κι αν πάλι δεν πονά, εγώ τι θ’ απογίνω; Ξανά σαν φάντασμα θα σέρνομαι, σε άδειους τόπους, περιμένοντας, την δική μου, ανάσταση!, Στη λησμονιά και στην αφάνεια τη βουβή του σκότους, θα περιμένω μισοπεθαμένος μες στους αιώνες, νέα ζωή να γεννηθεί, ξανά στα χέρια μου να’ πέσει…! Σας παρακαλώ καλοί μου άνθρωποι δώστε μου πίσω τον πόνο που πάνω τρέφεστε, δώστε μου λίγο απ τον τόπο σας, που πάνω του, αγέρωχα. πατάτε τραγουδάτε, και χαίρεστε! Λήγω απ τον τόπο που εγώ πριν γεννηθείτε, σας πρόσφερα! Σας…(λυγμοί) Σας παρακαλώ ελεήστε με... Μα μ έχετε εξορίσει! Με χάπια με παυσίπονα με πολεμάτε! Με εξορκίζεται με προσευχές, και δεν με συμπονάτε! Ποιος θέλει τέτοια ζωή; Βαριεστημένη, Θλιμμένη, γεμάτη πλήξη; Γεμάτη ψεύτικα ρουτίνας χαμόγελα;
ΧΟΡΟΣ:Κανείς δεν θέλει ,την εξορία, κι απ την γενέτειρα του, την στέρηση την πλήξη, κανείς δεν ζητά
ΣΤΡΑΤΟΣ: Ουουουουου……
ΠΟΝΟΣ: (απειλητικά προς την απάθεια) Όχι! Δεν δικαιούσαι να μου στερήσεις τη ζωή. Ειδικά τώρα, που εγώ διατάζω!
ΧΟΡΟΣ : Είναι εδώ το κράτος μου, κι αυτός είναι ο χορός μου!
ΣΤΡΑΤΟΣ: ΩΩΩΩχ μάνα μου…..ΑΑΑΑΑχ!!!
ΑΓΓΕΛΟΣ: (τολμηρά, αποφασιστικά) Τραβήξου είπα, τον έφαγες.
ΧΟΡΟΣΦύγε από πάνω του τραβήξου
ΠΟΝΟΣ: Όχι, δε χόρτασα ακόμα!!! Ότι μου ανήκει, ως την τελευταία ρουφηξιά, θα το γευτώ όλο! Ακούς; όλο! Αλλιώς θα τρέμω μέχρι να βρεθεί το επόμενο θύμα! Κάνε πίσω! Καταπατάς τα δικαιώματά μου!... Παίρνω ότι μου ανήκει!!!
ΧΟΡΟΣ:Τα ουρλιαχτά και τις κραυγές ακούω, έτσι υπάρχω
ΣΤΡΑΤΟΣ: Ααααααααα!!!!!!
ΑΓΓΕΛΟΣ: (βγάζοντας την πιο δυνατή λάμψη) Αδίψαστο, άπληστο, τρομερό τέρας. Θα τον πάρω απ’ τη ζωή, κι έτσι και συ για πάντα θα χαθείς.
ΧΟΡΟΣ: Τον παίρνω απ την ζωή, τώρα τον σώνω από σένα
Πόνος: (έντρομος) Όχι! Όχι! Είναι αδικία, κατάφωρη αδικία.
ΧΟΡΟΣ: Άδικο παίρνεις το δίκιο μ άδικο !Κοίταξε τα βουνά , τις πέτρες κοίτα, κι αυτήν την ίδια την θάλασσα, με εμένα φανερώθηκαν, εγώ ύπαρχο χωμένος μέσα τους. Κρυμμένος κάτω απ τα καταπράσινα λιβάδια που περιμένουν να ξεραθούν, ενωμένος μέσα στο νερό που σκίζει την πέτρα, στον σπόρο που η νέα φύτρα, σπάει με πόνο να σηκωθεί, μα δεν τον ακούς, ώσπου να γεννηθεί! Στην λαβα την καυτή που φτιάχνει το χώμα, στους μετεωρίτες που κεόμενει ξετριπούν το διάστημα. Εγώ ο πόνος! Στον ήλιο που καίγεται εσύ για να βλέπεις! Θα τον πάρεις απ την ζωή, μα στην ζωή δεν θα δώσεις κανένα, δεν θα τον σώσεις από μένα Είμαι παντού! Παντού όσο η ομορφιά τον κτισμάτων αιχμαλωτίζει τα μάτια, κανείς δεν μπορεί να με σκοτώσει.
ΑΓΓΕΛΟΣ: (σα να περιμένει τα τελευταία του λόγια έτοιμη να τον πεθάνει).
ΠΟΝΟΣ: (με παράπονο, χωρίς ένταση) Αν δίκαια θέλεις να φερθείς τον ίδιο ρώτα… Άφησε να αποφασίσει τον θάνατό του, αλλιώς να μη λογίζεσαι την πράξη σου σωστή, μα από θυμό σπρωγμένη!
Ο ασθενής αναστενάζει με ανακούφιση
ΑΓΓΕΛΟΣ: (αυστηρά) Σκουληκιασμένη πανουργία, στην άγνοια των πονηρών ανθρώπων θεμελιωμένη! Για κοίτα που θέλει τη ζωή για να την μάχεται, να τη σκοτώνει, να την τρώει ζωντανή!!
ΧΟΡΟΣ: Πέθανε Πόνε κι αυτόν μην τον φοβάσαι έχει ψυχή (Αποχωρούν επαναλαμβάνοντας τραγουδιστά χαμηλώνοντας τον τόνο) Πέθανε πόνε εσύ, αυτός έχει ψυχή! Έχει ψυχή..
Ο ασθενής αναστενάζει εξουθενωμένος, πέφτει σε ρόγχο σα να πεθαίνει.
ΠΟΝΟΣ: (έντρομος) τι κάνεις εκεί φονιά; Φόνος!!! Βοήθεια!!! (σηκώνει τα χέρια του ψηλά κλαίγοντας) Υπέρτατες δυνάμεις, να ζήσω θέλησα και τούτη με σκοτώνει!!! (Ο ΑΓΓΕΛΟΣ με την συνοδεία του, αρχίζουν να περιστρέφονται γύρο απ τον εαυτό τους στη αρχή σιγά, αυξάνοντας ταχύτητα ενώ ο Πόνος με την συνοδεία του σκορπίζουν άτσαλα)
ΧΟΡΟΣ: (Ενώ χαμηλώνουν τα κεφάλια) -Να ζήσω θέλησα, άδικα με σκοτώνεις! Άδικα με σκοτώνεις! Αδι...
ΠΟΝΟΣ: (ξεψυχά και παίρνοντας θέση πίσω απ τον ασθενή) -Που πάτε! Που φεύγετε, απ της γέννας τον πόνο! Δεν θα πάς μακριά , εσύ που δεν με σεβάσθηκες, και τόλμησες να κλέψεις την λεία απ το λιοντάρι! ΑΑΑ! Υπέρτατες δυνάμεις, !

ΧΟΡΟΣ: (Αποχωρώντας όπως, όπως) -Να ζήσω θέλησα, άδικα με σκοτώνεις! Άδικα με σκοτώνεις! Αδι...
Επεισόδιο 3ο (Πορεία προς τα Ηλύσια πεδία)
Κορυφαίος: -Όσο το σώμα ακούνητο μπροστά μας δεν κινείται, βγαίνει από μέσα του η ψυχή σ, άλλους τόπους πλανιέται
ΧΟΡΟΣ: (Σταματούν τις στροφές και πλησιάζοντας κοντά στο κοινό μουρμουρίζουν και αποχωρήσουν με αρμονία και τάξη) Ο άγγελος, τώρα οδηγά, σαν νεογέννητο την άφοβη μικρή ψυχή του. Πέρα απ της γης τα αληθινά, στον κόσμο που δεν βλέπουμε Την οδηγά!
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:Άφοβη, αποφασιστική. αθώα, μα και υπάκουη, η ψυχή του Στράτου, τον αόρατο γονιό, ακολουθεί, με εμπιστοσύνη!
Ο πόνος σιγοσβήνει, σπαρταρά και πέφτει ακούνητος μπροστά στον ασθενή, παίρνοντας ακριβώς τη στάση του. Ο ασθενής σηκώνεται λουσμένος μέσα σ’ ένα γαλάζιο φως. Στον Άγγελο που τον βλέπει πρώτη φορά:
ΣΤΡΑΤΟΣ: Χαίρεται, ποιανού είσαι εσύ;
ΑΓΓΕΛΟΣ: (στοργικά) Πονάς τώρα;
ΣΤΡΑΤΟΣ: Όχι καθόλου…. Ούτε φοβάμαι…..ούτε πονώ…
ΑΓΓΕΛΟΣ: (του κάνει νόημα να την ακολουθήσει) Έλα, πάμε.
ΣΤΡΑΤΟΣ: (ευγενικά) Όχι ευχαριστώ… θα πάω να βρω τον Κοντοκώστα, το Χατζηγιώργη και τους άλλους. (συνωμοτικά) Ξέρεις, έχουν ανοίξει τα καινούργια γιοματάρια στου Βατζούλια.
ΑΓΓΕΛΟΣ: Περίμενε. (περπατώντας, διαγράφει ένα κύκλο στη σκηνή). Θυμάσαι τον Γιαννάκη το στραγάλι; Τον σπίρτο; Πού τρέχατε μαζί και πειράζατε όλο τον κόσμο; Τη Δημητρούλα τη γιαγιά;
ΣΤΡΑΤΟΣ: (χαρούμενα, νοσταλγικά) Ναι, ναι βέβαια. Τον παππού μου τον Νικολό, με την μεγάλη τράτα, τον μπάρμπα μου τον κανατά (με λυγμούς) τη μανούλα μου, το θείο Κοσμά……. τις κούνιες, τις σβούρες,  τα πεντόβολα! Το τσέρκι, το τσερκένι!
ΑΓΓΕΛΟΣ: Ε, εκεί πάμε…
ΣΤΡΑΤΟΣ: (με λαχτάρα) Αλήθεια;!!! (με απορία λίγο πριν βγουν από τη σκηνή) Μα… μα αυτοί έχουν πεθάνει….

Οι ψυχές

Χορός: Μπαίνουν όλοι μαζί. Ντυμένοι με γκρίζα ρούχα
-Όλοι αυτοί έχουν πεθάνει.
Ο φωτισμός, ούτε μέρα ούτε νύχτα.
ΧΟΡΟΣ: Ναι, έχουν πεθάνει, δεν είναι ψέματα… Τα ονόματά τους γράφτηκαν πάνω σε σταυρούς, πάνω σε πλάκες, κι άλλοι θάφτηκαν χωρίς μνημείο, όμως στο ίδιο χώμα. Στο χώμα που όλοι μα όλοι περπάτησαν.
Μα όμως αυτοί είναι γραμμένοι όλοι στο ληξιαρχείο.
  • Γεννηθείς τότε, τάδε, τάδε αποθνήσκων, τότε.
  • Είναι πεθαμένοι.
  • Αν περάσετε από εκεί θα δείτε περίλυπους κι ωχρούς τους συγγενείς κι όταν φυσά θ’ ακούσετε τα τζαμάκια να τρίζουν στα μνήματα.
  • Είναι η απόδειξη.
  • Ναι! Ο μόνος τρόπος να το νιώσουμε πως δε θα τους ξαναδούμε, παρά μονάχα σε κάποιες φωτογραφίες.
  • Είναι απόδειξη όλα αυτά και μια λέξη μας , κάνει, άλλους να τρέμουμε, άλλους να λυπόμαστε. Πέθαναν. Είναι νεκροί… (Κάθε ένας που μιλά αποχωρεί απ την σκηνή και εμφανίζεται ξανά με μια κούκλα δεμένη πίσω του, με τέτοιο τρόπο να μπορεί να μετακινείτε, όσο γίνετε ποιο άνετα).
Φωνή από έξω: Παιδιά! Πάμε θέατρο;!...
ΧΟΡΟΣ: Ω ναι!!! Διώξτε τον φόβο , διώξτε την μιζέρια, μες τα παραμύθια κοιτάμε την αλήθεια, είναι κριμένη καλά α α α. Μες του μυαλού την φωτιά!
Μουσικοχορευτικό
Φεύγουν οι ηθοποιοί τρέχοντας, και επιστρέφουν σέρνοντας τις κούκλες πίσω τους.. Χορεύοντας ακουμπούν ο ένας τον άλλον, ενώνονται όλοι μαζί σαν ένα πράγμα, έπειτα χωρίζουν, κάνουν ζευγάρια και πάλι μένουν μοναχοί.
ΧΟΡΟΣ (Κορυφαίος): Στον κόσμο των ψυχών του Άδη, αυτόν των κόσμο που όλα είναι φανταστικά, όλα! Μα μοιάζουν, με τις ζωής τα αληθινά!
ΧΟΡΟΣ -Εδώ , που ούτε ψυχές ούτε σώματα ούτε πράγματα μα ούτε και πνεύματα των ανθρώπων είναι
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ -Το ανίκητο ενδιάμεσο μες τους ανθρώπινους αιώνες αιωρείται μα απτό δεν είναι, νοείται, είναι, κι όπως κι ο αέρας, δεν φαίνεται! ... ΧΟΡΟΣ: Έτσι το κάθε σώμα, φαίνεται, Όταν με φως του ήλιου υφαίνετε!
ΧΟΡΟΣ Εκεί που πάντα ήταν ο κάθε ένας από μας, μόνος ! Μόνος, ανάμεσα στην ζωή, και την ανίκητη λησμονιά του θανάτου!
ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ
Ο Άγγελος Χαράζει στο χώμα ένα ημικύκλιο μπρος απ τα πόδια του, και τον σπρώχνει απαλά ανάμεσα τους.
ΑΓΓΕΛΟΣ: - Από εδώ ΄και πέρα θ άσε μόνος σου
ΣΤΡΑΤΟΣ-Αυτοί πάλει ποιοι είναι; Είναι ξένοι αυτοί δεν τους ξέρω! που ναι τα παιδιά΄;
ΑΓΓΕΛΟΣ: - Εδώ είναι το σημείο. Εδώ δεν μένει κανείς, κι αυτοί που βλέπεις , κάποια στιγμή θα φύγουν ΣΤΡΑΤΟΣ: -Κάτι μου θυμίζουν, κι αυτό που κάνουν το ξέρω!
Μιλάνε δίχως να βλέπονται μεταξύ τους ενώ ο Στράτος γυρνά ανάμεσά τους
1: Χρόνος πολύς πέρασε μέχρι να το καταλάβω.
2: Σάμπως εγώ; Γυρνούσα συνέχεια στο σπίτι, τακτοποιούσα σκούπιζα… μα τίποτα δε γινόταν, κανένας δεν ερχόταν…
3: Έβλεπα τα πάντα, έπαιρνα μέρος σε συζητήσεις.
4: Τον ακούμπαγα πολλές φορές, όταν η λύπη και η μοναξιά τον περικύκλωνε, μα αυτός δεν καταλάβαινε… τίποτα.
5: Εγώ το γνώριζα από την αρχή. Συνέχεια βλέπω, αισθάνομαι, ακουμπώ, όμως περιμένω. Περιμένω αυτό που θα γίνει μετά!
Όλοι μαζί: Υπάρχει μετά;
5: Πάντα όλα αλλάζουν.
4: Κουβέντες, τώρα, τι γίνεται τώρα;
3: (κλαίγοντας) Είμαστε πεθαμένοι!
2: Πάω να σκουπίσω! Όλα χάλια είναι εδώ μέσα!
1: (στον πέντε) Υπάρχει μετά;
2: (σκουπίζει).-Να ρίξω λίγο νερό, για την σκόνη!
3: Με ποιους πάλι πιάσανε την κουβέντα; (παρακολουθεί κάποια συζήτηση)
4: Λευτέρη, ε Λευτέρη πάλι λυπάσαι; Εδώ είμαι κοντά σου! (κάνει ότι χαϊδεύει κάποιον.
Ο Στράτος γυρνά ανάμεσά τους σα χαμένος. Όλοι φαίνονται πολύ απασχολημένοι με ότι κάνουν. Πέφτει πάνω στον πέντε).
5: (στον Στράτο) Καινούργιος!
2: (δεν καταλαβαίνει – κοιτάζοντας το κενό) -Αν κάποιος κάτι γνωρίζει,(στο κοινό) ας ΜΕ ΒΓΆΛΕΙ ΑΠ ΤΗΝ ΆΓΝΟΙΑ Εδώ σε μένα να το πει…(στο κοινό) πες το μου!
Ο πέντε ακολουθεί τον ο, ο (ένα) ρωτά προς τα κει που ήταν ο πέντε.
1: Σε άκουσα! Το είπες! Απόδειξέ το μου! Δώσε μου ένα σημείο να το καταλάβω! Υπάρχει μετά;
ΣΤΡΑΤΟΣ: Τι να το κάνω το μετά, αφού δεν ξέρω τώρα, τι μου συμβαίνει …(στο κοινό) Εεε, να’ τους! Τι με κοιτάτε σα χαζοί; Εγώ είμαι ο Στράτος… Είχα μια περιπέτεια όμως τώρα είμαι καλά! Πολύ καλά και ελεύθερος, ελεύθερος! (γελάει) Λοιπόν…..(παύση) Μα γιατί δε μου μιλάτε; Ε; Δε με βλέπετε; Τι κοιτάτε σα χάνοι; Ρε Βαγγέλη; Ε, βρε παλιόφιλε… (κουνά το κεφάλι του) χάζεψαν όλοι… (κοιτάζει γύρω του)Μα τι σκοτάδια είναι αυτά; Ανάψτε κανένα φως ρε παιδιά!... Πω, πω, ούτε νεκροταφείο να ήτανε! Εεεεε… (φωνάζει, οι υπόλοιποι κινούνται χωρίς να του δίνουν σημασία) Μπορεί να ονειρεύομαι… Α, να η μαμά μου! Μαμά! (μιλάει μόνος του) Μανούλα μου…
Σιγά, σιγά, η φωνή του χαμηλώνει και ακούγεται μουσική. Στη σκηνή, όλοι με κάτι ασχολούνται. Μόνο ο ασθενής παρακολουθεί σα να περιμένει κάτι να γίνει. Η μουσική δυναμώνει .Ο Στράτος κοιτά έντονα σε κάποια γωνιά
ΣΤΡΑΤΟΣ: -ΚΑΙ μετά!.(Εμφανίζετε ο άγγελος με ένα σιδερένιο, στρογγυλό, πράσινο τραπεζάκι, και το αφήνει, σε μια γωνιά της σκηνής. Έπειτα βάζει απάνω του μια μικρή ανθοστήλη με ένα μεγάλο κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Ο Στράτος, το κοιτά ξαφνιασμένος και σκύβοντας κάτω από τραπέζι, φωνάζει την σκέψη του προς το κοινό) –Θα φύγω από δω
Χορός: Είναι κάτι που μόνο αν πεθάνεις το ζεις.
  • Είναι κάτι όπως…όπως θα φύγεις θα 'ρθεις.
  • 1 -Κι αυτός που δεν το ξέρει
  • 2 -Περνάει σαν τ’ αγέρι
  • 3 -Κι αυτός που το μαθαίνει
  • 1 -Πάλι ξανά πεθαίνει.
Φωνή από έξω: Κι εσείς στο κάθισμά σας, να κουνηθείτε τώρα
Όλοι μαζί: Γιατί κανείς δεν ξέρει πότε θα του’ ρθει η ώρα.
Εεεεεεε! Γιατί φοβόμαστε και ξεγελιόμαστε; Θέατρο παίζουμε αληθινά!
1: Και δοξαζόμαστε
2: Και στριμωχνόμαστε
3: Άλλος για τούτο, άλλος για τα’ άλλο
Όλοι μαζί: …..για να ξεχνιόμαστε……
παντοτινά!
(καθώς αποχωρούν ένας, ένας, έρχεται μπροστά ο κορυφαίος του χορού. Με στόμφο) –Όσο το σώμα, άψυχο μπροστά μας δεν κουνιέται, όνειρο γίνεται η ψυχή, σ΄ άλλους τόπους πλανιέται (Στράτος μόνος κοιτά σαν χαζός, ενώ, η απάθεια πλησιάζει και τον πιάνει απ το χέρι)
ΑΓΓΕΛΟΣ -Έλα! Δεν έχεις θέση τώρα εσύ εδώ! Αυτό πέρασε πάμε...
ΧΟΡΟΣ (Βρε μπαγάσα περνάς καλά κι πάνω)
Αυλαία.
Φωτισμός απείρου, ανέκφραστος ο Στράτος και η απάθεια βαδίζουν σαν να πετούν, περιτριγυρισμένοι από νέφη χρωματιστά. Κάθε που ακούγεται η φωνή ένα σκληρό φως απλώνεται στην σκηνή. Ο Στράτος, φωτίζετε από ένα έντονο μπλε χρώμα, πίσω του έχει δεμένη μια κούκλα.(Το ομοίωμα του).
ΦΩΝΗ: Μπα; Βολτίτσες, Βολτίτσες ; Για πού το βάλαμε;
ΑΓΓΕΛΟΣ: Στην απέναντι όχθη εκεί που η ζωή συνεχίζετε!
ΦΩΝΗ : Από δω; Και που είναι ο βαρκάρης; Πού είναι τα νομίσματα στα μάτια του; Οι συνοδείες που είναι; Ε; Πού είναι τα μοιρολόγια;!
Ο Στράτος, βλέπει τον άγγελο με κατεβασμένο κεφάλι, και μένει πίσω διστακτικός.
ΦΩΝΗ: Κι από τι βλέπω δεν έχει αφήσει εντελώς, το σώμα του
ΣΤΡΆΤΟΣ: (Σέρνοντας την κούκλα πίσω του, θυμωμένα) Τι συμβαίνει μπάρμπα;
Ο Άγγελος του τραβάει με τρόπο το μανίκι για να σωπάσει.
ΦΩΝΗ: Λοιπόν, για να ακούσω.
Η Απάθεια μένει αμίλητη σε στάση απολογητική. Ο Ασθενής κοιτά μια αυτή, μια τη φωνή απορημένος.
ΦΩΝΗ: (πάντα άχρωμη από συναισθηματισμούς) Ωραία! Πολύ ωραία! Πάντα οι εύκολες λύσεις! Πάντα παραβιάσεις των αρχών!
ΑΓΓΕΛΟΣ: (απολογητικά) Μα Ειρήνη, εσύ, πανάρχαια σε όλους τους κόσμους ξακουσμένη, γνωρίζεις πολλή καλά, ότι δεν υπάρχουν αρχές.
ΦΩΝΗ: Ναι! Όταν αδιαφορώ! Όταν ήρεμα, όλα κυλάνε! μα εδώ και χρόνια όλα κολλάνε! Κόβεις το νήμα της ζωής τους πριν απ τον συμφωνημένο χρόνο. Για να μην υποφέρουν τάχα, γέμισες τα Ηλύσια πεδία φαντάσματα! Τη ακαταστασία είναι αυτή ε; ! Που είναι σήμερα η δόξα των νεκρών, και τον γενναίων αθανάτων η φήμη!
ΣΤΡΑΤΟΣ: (θυμωμένα) Κοίτα τη δουλειά σου ρε μπάρμπα!
ΦΩΝΗ: Ωραίες ψυχές κατασκευάζεις!
ΑΓΓΕΛΟΣ: (στον Ασθενή) Σε παρακαλώ!
ΦΩΝΗ: Και τώρα τι θα κάνουμε παραβάτη του σώματος και φονιά των ανθρώπων;
(Ο ασθενής κοιτάζει απορημένος και φοβισμένος. Απομακρύνεται από την Απάθεια).Τι θα γίνει όταν καταλάβει ότι δεν έχει πια σώμα; Ποιος θα τον συνοδέψει έξω από τον κόσμο της μνήμης του;
ΑΓΓΕΛΟΣ: Ούτε ο θεός δε θέλει τέτοιο πόνο, Κύρια ειρήνη!
ΦΩΝΗ: Κερί και λιβάνι! Επειδή σε πιάνει εσένα η ευσπλαχνία σου, έχεις γεμίσει τα Ηλύσια παιδία, χαμένες ψυχές και πρόωρα νεκρούς. Και κύρια, και κύριε… Τι να το κάνω εγώ το κύριε όταν με βάζεις να τρέχω πίσω από κάθε χαμένη ψυχή; Κοίτα αυτόν εκεί κάτω
ΑΓΓΕΛΟΣ: - Ποιόν
ΦΩΝΗ: -Αυτόν ! Τον βαρκάρη!
ΑΓΓΕΛΟΣ: -Τον βαρκάρη!
Στο βάθος θα εμφανισθεί μια φιγούρα ακίνητη. Μια σκιά ενός πανύψηλου ανθρώπoυ και η φιγούρα μιας βάρκας.
Τόσα χρόνια περιμένει περίλυπος και ξεχασμένος , να περάσει κάποιος να βγάλει κι αυτός, ένα μεροκάματο! Λυπάσαι τους θνητούς και τους αθάνατους καταδικάζεις στην λησμονιά της αιώνιας απραξίας! Αν θες να ευεργετείς άσε στην άκρη τους συναισθηματισμούς , και ακολούθα τους αρχαίους κανόνες! Πάρε τα φώτα μου!. Είναι δυνατών να εισέρχονται σε μένα, την αιώνια ειρήνη, χωρείς να γνωρίζουν ότι έχουν πεθάνει!
ΣΤΡΑΤΟΣ: (τα’ χει χαμένα) Τι γίνεται ρε παιδιά; Τι συμβαίνει; Ποιοι είστε εσείς; Που βρίσκομαι; Τι μου συμβαίνει;
ΦΩΝΗ: -Κοίτα χάλια! Οδήγησε τον τώρα αμέσως πίσω στο σώμα του!
ΑΓΓΕΛΟΣ: (στον Ασθενή) Έλα, πάμε.
ΣΤΡΑΤΟΣ: (αυστηρά) Και για πού παρακαλώ;
ΑΓΓΕΛΟΣ: Για το ταβερνάκι…… Τα γιοματάρια;…Την άψα του φρέσκου του κρασιού!..
ΦΩΝΗ: Τς τς τς . Τι κατάντια!
ΣΤΡΑΤΟΣ: Πάμε, πάμε, φύγαμε!
ΦΩΝΗ: Μια φορά να γίνουν όλα σωστά!. Άσε τον πόνο να κάνει τη δουλειά του. Ότι κι αν είναι, ότι κι αν κάνει, είναι η μόνη σωτηρία για την ψυχή τους . Ακούς; Να μην τα επαναλάβω! Φρόντισε να είναι τα τελευταία μου λόγια!
ΑΓΓΕΛΟΣ:(Λήγω πριν απ την αποχώρηση της κατ ιδίαν)- Δεν θα ήθελες
ΦΩΝΗ:-Δεν άκουσα;
ΑΓΓΕΛΟΣ: Αυτά ακούγονται στο τέλος του χρόνου! Ίσως τότε να λυπηθείς για όσα δεν ακούγονται τώρα
ΦΩΝΗ: για κάνε το ποιο λιανά, είναι κάτι που δεν ξέρω; Μου διέφυγε κάτι...Ξέχασα καμιά εποχή; Ξεφεύγει τίποτα απ την τροχιά των άστρων; Τρελάθηκε κάποιο ηλιακό σύστημα; Έλειψε κάποιο άτομο, μου διέφυγε κάποιο μόριο; Τη δεν ακούγεται τώρα;!
ΑΓΓΕΛΟΣ: Ζητάς απ τον τυφλό να βλέπει, μα αυτό που γεννιέται δεν φαίνεται, ούτε έχει φωνή !
ΠΟΝΟΣ (Που τόση ‘ώρα κρυβόταν πίσω απ την μεριά της φωνής). –Θα μας κάνει και μάθημα τώρα!(Δυνατά προς τον άγγελο) Στο είπα, , δεν θα περάσει έτσι αυτό! ΑΓΓΕΛΟΣ: Ου να χαθείς, μαρτυριάρη!
ΦΩΝΗ: Αυτό είναι πρωτάκουστο! Αντιβαίνει απ τους απαράβατους αρχαίους κανόνες! Βρίσκεστε σε πόλεμο! Έχουμε ρήγμα λιπών κάπου, και δεν το αντελήφθην;
ΑΓΓΕΛΟΣ: – Μ όλον τον σεβασμό, έτσι φαίνεται, μα από μένα, ακόμα δεν είναι... ΠΟΝΟΣ: -Θέλει να μ, αφανίσει!
ΦΩΝΗ: Χα! Το απρόβλεπτο!
ΑΓΓΕΛΟΣ: (Ενώ αποχωρεί) -Η συνέχεια, το μετά! Μετά από αυτό το δράμα!
ΦΩΝΗ: - Αχά! Ανάσταση δίχως κάθαρση! Χάλασες! Χάλασες καημένη, γιατί ζεις πολύ κοντά στους ανθρώπους! Νομίζεις δεν βλέπω, ότι φεύγει της διανοίας μου, η κάθε σου σκέψη, δεν βλέπω ότι εσύ με τον κάθε γιατρό πασχίζεις να κατάργησης τον πόνο!
ΠΟΝΟΣ: (Χαιρέκακα) –Ναι! Ναι!
ΦΩΝΗ:-Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να πατήσω ένα κουμπί και να αφανισθείς τελείως, από μπροστά μου, γιατί έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλων, Ούτε εγώ ούτε ο πόνος, ούτε εσύ , ανίκητη αγάπη, πνεύμα παρηγοριάς, αγγελιοφόρε μου, δεν μπορούμε να υπάρξουμε ξεχωριστά! θα χαθούμε όλοι μαζί, εάν κάποιος τον άλλον καταργήσει! Μα, αν και κάμεις χρήση της βούλησης, υπακούς!...Πάλη καλά! Μα μέχρι το τέλος αυτού του χρόνου, υποχρεώνεσαι, να ακούς, γι αυτό τράβα με το καλό και βάλε αυτήν την ψυχή στην θέση της. Τώρα αμέσως.
ΠΟΝΟΣ: -Τώρα αμέσως!
ΦΩΝΗ:-Ακολούθα κι εσύ
ΠΟΝΟΣ: -Δούλος σας!
ΦΩΝΗ: -Τι να σε κάμω σιχαμένε εγωιστή και βρομιάρη! Αν δεν υπήρχες, δε μπορώ να προβλέψω πως θα ήταν τα πράγματα. (προς την μεριά που έφυγε ο Άγγελος) Εμένα ζητούν γι αυτό κονταροχτυπιούνται. Την ειρήνη παντού σε κάθε απόλαυση μέσα σε κάθε κορεσμό μετά από κάθε μάχη όλα τα πλάσματα, την ειρήνη ζητούν Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, μες στην απόγνωση, και κάθε προσδοκία! Όταν σκοτώνουν, και σκοτώνονται, εμένα την ειρήνη, ζητούν Για να απαλλαγούν από κάθε μέριμνα, να ησυχάσουν. Στην αγκαλιά μου να αναπαυθούν
Όλα σε μένα καταλήγουν Την αιώνια ειρήνη την απρόσβλητη. Είμαι απρόβλεπτη γι αυτό καθαρή και πιότερο απ το νερό της πηγής διάφανη. Εσύ αγάπη, ζεις μες την επιθυμία τους ,μέσα στο θέλω τους και γίνεσαι κατάσταση πρόσκαιρη. Ανακατεύεσαι διαρκώς μεταξύ τους Κι όταν χωρίζουν από σένα αγάπη, ιδού ο πόνος καιροφυλαχτεί, ξανά τα βογκητά απλώνονται, οδηγώντας των ανθρώπων τον κόσμο. στον χωρισμό την απώλεια το μίσος Και την εκδίκηση.
.