ημερο-λογιο

1/10/83
.."Εμείς αυτά τα λέμε σπίτια του διαβόλου" είπε πηγαίνοντας προς την βρύση, δεν ήταν ώρα που είχαμε κατέβει απ την ράχη τους ο Γ. πλενόταν τώρα με θόρυβο -"Όταν φυσά να δεις τη γίνετε εδα να", πρόσθεσε και τράβηξε για το σπίτι του.
Ήμασταν όλοι κατάκοποι και το έργο μας, ολάκερα στρέμματα γης σκεπασμένα με νάιλον!

..Κι όταν γυρίζεις το χώμα να νιώσεις την άχνα απτες ρίζες των λουλουδιών, σκύψε και μύρισε, την στιγμή που ο ήλιος κόκκινος από ντροπή που άλλο δεν μπορεί να κρατήσει τη μέρα χάνεται πίσω απ τα βουνά, αφήνοντας έτσι λεύτερη την δροσιά τους να κατακλύσει τον κάμπο, σκύψε και πιάσε λίγο απ ετούτο το χώμα κι άστο να πέφτει σιγά, κλεψύδρα να γίνεις του κόσμου ,που μέτρα τις τελευταίες στιγμές της ημέρας.

Το χώμα η ύστατη αγκαλιά τις μάνας γης περιμένει ήσυχα να τις διηγηθούμε τις ιστορίες μας όταν κουρασμένη απ όλα ε τούτα, επιστρέψουμε.

...............................
2/10/83
..Τα κοκόρια έχουν βάλει μπροστά να διώξουν την νύχτα μα του κάκου η μέρα δεν φαίνεται.
Περιμένω λοιπόν και συλλογίζομαι ότι των κοκόρων το λάλημα δεν έχει ούτε ένα "τσα", κι όμως είναι γέννημα θρέμμα της Κρήτης ειδικότερα του Κουτσουρά.
..Γύρω στο ένα χιλιόμετρο και βάλε απλώνεται κατά μήκος της παραλίας ετούτο το χωριό που έτσι το λένε μα έτσι δεν είναι
Αυτό το χωριό είναι τόπος θερμοκηπίων, ένα σπίτι δέκα θερμοκήπια μέτρα κάθε φορά και προχώρα. Μόνο σε τρεις μεριές θα ανταμώσεις πέντε έξη σπίτια μαζεμένα!
Φασαρία ήρθε απ το υπνοδωμάτιο και συνεχίζεται στην κουζίνα..-Νίκο!
..-Μ
..-Γιατί δε μου μιλάς!


.........................
..-"Μόλις αρσίζει τσε ξεμελανιάζει ο ουρανός, ξεφέζτει το παραθύρι, ε, τότε δα σηκώνουμε"!
..Σητεία κάπου από δω περίπου ξεκίνησε η ιστορία τότε που περπάτησα, περπάτησα κατά μήκος της παραλίας, τότε που πάσχιζα μάταια να χαθώ στην θάλασσα κι εσύ μ'εψαχνες
με ένα καρβέλι ψωμί και μια παλάμη τυρί στο χέρι...
..Είμαστε πάλλει μουτρωμένοι σαν τον καιρό, σαν νάχουν φωλιάσει όλα τούτα τα σύννεφα μέσα μας κι από το βάρος τους να σπρώχνεται η αγάπη μας προς τα κάτω!
Λες κι ευδοκιμή σ' αυτόν εδώ τον τόπο η στεναχώρια και τη ξαναβρήκαμε πάλλει τώρα που επιστρέψαμε εδώ!
Εδώ ο μακρύς πέτρινος διάδρομος που κρατά την οργισμένη θάλασσα να μην πέσει πάνω στα ψαροκάικα, κι ακόμα εδώ εκείνο το ρημαγμένο πια ναυάγιο εδώ, όλα εδώ, δεμένα με τις κορυφές των γύρο λόφων και των απόμακρων βουνών, με τα χωριουδάκια επάνω στις ράχες τους αφημένα !

..Όλα οπως τα αφήσαμε ..Να κοίτα, ηλιοκαμένοι άνθρωποι μαζεύονται τώρα γύρο απ αυτό το σκαρί που πλευρίζει με μεγάλη προσοχή στον μόλο, "'Ηντα πιάσε να μάθουν..
Έχει ομως κάτι καινούργιο αυτό το σκηνικό, ένα εστιατόριο σηκώθηκε λίγο ποιο πίσω απ τις παλιές πέτρινες καμπίνες που μας φιλοξενούσαν τα κρύα βράδια..

..Σκοτεινιάζει, φάγαμε κάτι και σε λίγο θα κατευθυνθούμε προς τον σταθμό , η επίσκεψή μας εδώ είχε τελειώσει.

.Κωρνάρε εκεί στην πλατεία της Σητείας που σ έχουν μαρμαρώσει, ανάμεσά στα οπωροφόρα στο Δημαρχείο μπροστά, ίσως ξανάρθουμε, ξεκούραστοι κι όχι φορτωμένοι πρησμένους μυς κάλους και τσακισμένα νεύρα,..
......................
.."Ο Νικολάκις βρίζει τους κάλους του! Η αλήθεια είναι ότι έχει αναστενάξει το χώμα του Κουτσουρά απ την τσάπα του. Όμως άρχισε να γίνεται μπλε κι από τότε που έγινε μπλε (μπλε μοβ για την ακρίβεια) δεν μ' αγαπάει.
Γιατί ρε μωράκι; Βαρέθηκες;

..............................................
Καθισμένοι στο "Pasty Shop GARDENIA" Σήμερα το βράδυ, μπορούμε να ανατρέξουμε χαλαρά στις περασμένες ώρες εκεί στο Καφενέ της Σητείας όπου έγραψες τα παραπάνω.
Ίσως να σε μελαγχόλησε ό τόπος όπως κι εμένα, αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό το συμπέρασμα, ότι δε σ' αγαπώ πια, δηλαδή.
..Τη τρίχες γράφω ίσως σκεφτείς, τοπίο ο Καφενές;
Κι όμως εκείνοι οι μακρόστενοι μαυρισμένοι τοίχοι, τα λιγδιασμένα τραπεζάκια και η παρέα από κάτι ντόπιους, "πνιγμένους" στα τσάγαλα το ρακί και τα τσιγάρα,
στις δυνατές φωνές και τις χειρονομίες, αυτά για μένα ναι! Είναι ένα τοπίο ή δεν είναι;
..Βάλε και τον οδηγό με το χαρακτηριστικό του αδιάφορο ύφος, και το λεωφορείο, ξεχαρβαλωμένο απ τους δρόμους που στέκει στην αφώτιστη γωνία, βουβό κάτω απέναντι
πόσο αλήθεια έμοιαζαν όλα! Ειδικότερα ο οδηγός, ίσως το ξεθωριασμένο μπλε της στολής του με αυτό του λεωφορείου, ίσως η φτωχιά γέρικη εμφάνιση που κρατεί μια δυνατή σπίθα, φωλιασμένη τις σκοτεινές γωνιές των ματιών του.

..........................................
4/10/83
..Η ρακί έπεσε με μιας στο γέρικο στομάχι ο μεζές, δυο μικρές φέτες καρπούζι σε ένα πιατάκι φαγώθηκε, σηκώθηκε ο οδηγός ένα συναίσθημα χαράς με πλημμύρισε, φεύγουμε...

-Έχεις καιρό να γράψεις, δεν θα γράψεις κάτι αγαπούλα; σου είπα .
Έπειτα με δυο νεαρούς παρέα , τον οδηγό και τον εισπράκτορα βάλαμε την μηχανή να μας πάει' Σητεία Ιεράπετρα το δρομολόγιο.
Η νύχτα σε τούτα τα μέρει είναι βαθιά ό δρόμος στενός κι απότομος ίσα που φαίνεται κι εμείς χαρούμενοι που ακόμα ταξιδεύουμε παρέα εμπιστευόμαστε στον οδηγό να μας περάσει με την μηχανή του πάνω στα απότομα βουνά.
..Το λεωφορείο μουγκρίζει πάνω στο Όρνον και εσύ μου διηγείσαι εκείνη την ιστορία με τον πατέρα σου.
Πέρασε η ώρα, τα δυο "κοπέλια" έχουν κατεβεί κι έχομε μείνει μόνο τέσσερις ψυχές μες σε τούτο το ατίθασο παλιό μηχάνημα.
Τα χέρια του οδηγού χειρίζονται επιδέξια το τιμόνι και τις ταχύτητες, που αλλάζουν με θόρυβο ανάλογα την κλίση του δρόμου
..-Ε που θα κατεύεται;
-Κάπου εδώ, στην πρώτη στάση
-Στου Κουτσουρέλη;
- Ε, χμ, ναι
-Να το θυμάστε εδώ να απέναντι απτό καφενείο σταματώ. Κουτσουρέλη λέγεται
....
-Άστα κοπέλια ντε λόγο θα ξανάρθουν;
-Ε, ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ
-Α καλό βράδυ
.......
..Ξημέρωσε για τα καλά σε ένα τέταρτο θα ξυπνήσω και την αγαπούλα να πάμε στα θερμοκήπια!
...................................

9/10/83

..ΗΡΆΚΛΕΙΟ
.."Εδώ στο "Καφέ-Θέατρο" Ηρακλείου, σαν μέρος συμπαθητικό αλλά...
Αλα δεν καταφέρνει να αλλάξει την άποψη μου για τα κουλτουριάρικα υπόγεια. Πράματα που θα μπορούσαν να είναι ωραία, ευχάριστα, ενθαρρυντικά, εμψυχωτικά, γίνονται
απαίσια.
..Οι νεοέλληνες διαμαρτυρόμενοι σ΄όλο το φάσμα τους. Κρίμα κι είναι κ' νέοι.
..Κουλτουριάρηδες με μαλλί στιλ-Γαλάκου δήθεν απασχολημένοι από σοβαρά ζητήματα αλλά πιο ανησυχούντες αν η εντύπωση που κάνουν στους άλλους είναι αρκούντως προοδευτική κ' αν όχι τι θα πρέπει ν αλλάξουν για να γίνει τέτοια.
Μήπως τη μάρκα του τζιν τους ή το σχήμα απ το μούσι τους ή μήπως να αλλάξουν τη χοντρή μπλούζα τους με πουκάμισο καρώ κ' γελεκάκι με αγκράφα.
..Νεαρές "απελευθερωμένες" που σκέφτονται, όταν τους μιλάς, τι έξυπνο ν απαντήσουν για να κάνουν εντύπωση στην παρέα. Μυστηριώδεις υπάρξεις που κοντεύουν να πνιγούν από την καραμέλα του σουρεαλισμού της τέχνης κ' της πεσιμιστικής επίδρασης της στενότητας της κοινωνίας.
Απόμακρες, κοιτούν αφ υψηλού τους διάφορους θαυμαστές τους που κρέμονται απ το στόμα τους κ' περιμένουν κάποιο ενθαρρυντικό βλέμμα. Αυτές βέβαια αισθάνονται πολύ καλά έτσι κ' διατηρούν την κατάσταση στάσιμη (το αιώνιο παιχνίδι του κυνηγού κ' του θηράματος) γιατί αν πάει πιο κει δε θάχει πλάκα κ' ευχαρίστηση.
..Ο νεαρός που πέρασε με τον "οδηγητή" διπλωμένο έτσι που να φαίνεται ο τίτλος φάτσα για να δείχνουμε ότι είμαστε κομουνιστές όχι όποιοι κι όποιοι!
..Ο προοδευτικός οικογενειάρχης που σεργιανίζει τη γκαστρωμένη γυναίκα του περήφανος ανάμεσα στα τραπέζια σαν να λέει: Είμαι σοβαρός εγώ. Όχι σαν κάτι νιάνιαρα που αντιδρούν έτσι από μόδα. Εγώ οικογενειάρχης άνθρωπος κι 'όμως αντί να πάω στα μπουζούκια είμαι εδώ. Αυτό θα πει επανάσταση καθίκια Πρέπει να με σέβεστε!

..Όλοι αυτοί έρχονται εδώ γιατί νομίζουν ότι μ' αυτό γίνονται διαφορετικοί, ανώτεροι απ,τους άλλους, ξεχωριστοί. Ανήκουν στην τάξη της προόδου, της επανάστασης, της κουλτούρας.
..Δεν τους νοιάζει αν η μουσική είναι απαίσια αν ο καφές είναι νερόπλυμα, ούτε αν θάχουν όλη την νύχτα πονοκέφαλο απ τους καπνούς κ' τις φωνές. Αλίμονο αυτά είναι δευτερεύοντα πράγματα. Αρκεί που δεν είναι ίδιοι με τους μπαρμπάδες που παίζουν τάβλι στο καφενείο κ' ακούνε Καζαντζίδη ή Κρητικές μαντινάδες ή με κάτι άλλους συνομήλικούς τους που γυρνάνε έξω κ' τολμούν να τα ρίξουν στην πρώτη κοπέλα που θα τους γυαλίσει γιατί έτσι θέλουν, ενώ "αυτοί" ούτε που το διανοούνται κάτι τέτοιο (άσχετα αν η επιθυμία βράζει μέσα τους) τι θα πει ο κόσμος; Δηλαδή αυτός ο κόσμος . Ο υπεράνω μικροπρεπειών κ' επιθυμιών. Ο κουλτουριασμένος;
..Διαβάζεις Ελύτη εδώ μέσα κ' φτάνεις σε σχιζοφρενικές καταστάσεις. Μα πού είναι αυτή η Ελλάδα η όμορφη η καθαρή, η απλή; Πού πήγε; Αλίμονο μας αν πεθάνει μαζί του. (Μ.Γ.)

.......................
..Ηράκλειο με τα πανύψηλα τείχη τα κάστρα σου τις εκκλησιές και τα παλιά καρνάγια! Απ τις φλέβες σου περνούν καταναλωτικά αγαθά κατασκευές , κόσμος πολύχρωμος με μάτια ορθάνοιχτα για αγορές κι απολάψεις΄ σ όλη την Κρήτη έρχονται και φεύγουν τόνοι ζαρζαβατικά, φρούτα ελιές, κρασιά και μηχανές γιατι έτσι σε όρισε η θέση ν άσε η καρδιά της μεγαλόνησος ...

.........................................................................................
(*)!
.....................................................................................

_Πάει ο δέκατος τώρα είμαστε στον ενδέκατο, ακριβός 6 Σεπτέμβρη Κυριακή βράδι στο (helton) του Π.
Η Μ. πλένει θα ετοιμάσει κάτι αυγουλάρες να κολατσίσουμε και μετά έχει γιαούρτι με μέλι, συγνώμη αλά θα φάμε καλά!
Προς το παρών πριν μερικές ώρες , φάγαμε μια αγωνία πολύ χάρμα!
..Ο νους μου πάει στο κακό λέει..Λες; Εγώ φοβόμουνα τους ανθρώπους κι αυτή τα σκυλάκια,. Η Μ. έψαχνε για πέτρες κι εγώ για τανκς, κι αυτά στις στροφές με τις απότομες πλαγιές τις δημοσιάς Ιεράπετρας, Σητείας, περπάτημα νύχτα χωρείς φεγγάρι.
..Υπείρχαν βέβαια αστέρια, έπειτα η ιστορίες απ το παιδικό ρεπερτόριο της ζωής της Μ. δεν έλειψαν , (ίσα ίσα που μας παρηγορούσαν), Τότε που ξεκίνησε με τη θειά της για το δίπλα χωριό και τους βρείκε μεσοδρομής η νύχτα. Εκεί να δεις τρομάρα, ή τότε που ξεκίνησαν να πάνε οικογενειακός κάπου νύχτα και ο Β. έβαλε τα κλάματα γιατί ήδαι το βουνό να περπατάει!
...